Αυτή είναι η ιστορία μιας φίλης μου, ας την ονομάσουμε Αλεξάνδρα, δεν είναι το πραγματικό της όνομα αλλά θα δείτε πιο κάτω πως της ταιριάζει.
Η καταγωγή της είναι από μικρό νησί. Οι γονείς της παντρεύτηκαν σε πολύ μικρή ηλικία, η μητέρα της ήταν μόλις 16 χρονών κι ο πατέρας της 20. Σε όλη τη παιδική της ηλικία η Αλεξάνδρα σαν το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας έπαιζε συνέχεια το ρόλο του μεσάζοντα ανάμεσα στους δύο γονείς της. Από ότι μου έχει πει δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τον πατέρα της γιατί πάντα πίστευε ότι εκείνος έφταιγε για τους καβγάδες και τους χωρισμούς με τη μητέρα της.
Μεγαλώνοντας η Αλεξάνδρα προσπάθησε να ακολουθήσει το όνειρο της που ήταν να γίνει ηθοποιός, αλλά δεν τα κατάφερε για διάφορους λόγους. Πέρασε σε μια σχολή που διάλεξε από τύχη και με χίλια (οικονομικά) ζόρια πήγε να σπουδάσει. Τα φοιτητικά χρόνια τα πέρασε κλεισμένη ως επί το πλείστον στο σπίτι με διάβασμα και τηλεόραση. Πήγαινε κατά καιρούς και σε πάρτυ ή σε σπίτια φίλων, αλλά ποτέ δεν έκανε ούτε μια τρέλα ή μια απερισκεψία όπως οι περισσότεροι συμφοιτητές της.
Όταν κόντευε να τελειώσει το πτυχίο της γνώρισε μέσω μιας φίλης της ένα παιδί τον Μενέλαο. Ο Μενέλαος ήταν καλό παιδί, δουλευταράς, έξυπνος, όμορφος, από πλούσια οικογένεια. Ο Μενέλαος όμως ήταν ηθοποιός. Αυτό στην αρχή την ενόχλησε. Αλλά στην πορεία άρχισε να το βλέπει θετικά, ίσως να τη βοηθούσε με κάποιο τρόπο να πραγματοποιήσει το όνειρο της.
Τελοσπάντων τα φτιάξανε. Η Αλεξάνδρα ήταν συνεσταλμένη, συγκρατημένη, ως και τρομοκρατημένη αφού ήταν η πρώτη της σχέση κι ήταν ήδη 20 χρονών. Ο Μενέλαος ήταν τύπος ενθουσιώδης, έξω καρδιά. Αν και ποτέ δεν ολοκλήρωσαν τη σχέση τους ή ίσως λόγω αυτού, δεν άργησε να της κάνει πρόταση να μείνουν μαζί και μετά το τέλος του πτυχίου της. Η Αλεξάνδρα ούτε που το σκέφτηκε καθόλου. Αρνήθηκε ευγενικά, αλλά κατηγορηματικά. Η σχέση, που δεν μετρούσε παρά μερικούς μήνες ζωής, τέλειωσε άδοξα.
Η Αλεξάνδρα γύρισε πίσω στο νησί. Ο κόσμος λίγος, οι ευκαιρίες για γνωριμίες μηδαμινές. Όμως η Αλεξάνδρα ήταν όμορφη κοπέλα. Όπου και να πήγαινε την πρόσεχαν. Είχε τα φλερτ της που λένε, την κοιτούσαν, της χαμογελούσαν, της ζητούσαν το τηλέφωνο της. Εκείνη όμως περίμενε να γνωρίσει ένα καλό παιδί, δηλαδή: α) καθηγητή πανεπιστημίου τουλάχιστον, γιατί ήθελε να είναι πιο έξυπνος από αυτή, β) πλούσιο, για να μην έχει ανάγκη και οικονομικά βάσανα, και γ) προπάντων όμορφο. Πίστευε ότι αν ο άντρας δεν είναι όμορφος σύμφωνα με τα δικά της πρότυπα δεν υπήρχε περίπτωση να μπορεί να κάνει κάτι μαζί του.
Τα χρόνια περνούσαν. Προτάσεις έστω και αραιά, είχε από διάφορους. Όμως ο ένας ήταν άσχημος, ο άλλος φτωχός κι ο τρίτος όχι και πολύ έξυπνος. Φυσικά όλα αυτά δεν τα ήξερε με βεβαιότητα γιατί ποτέ δεν έδινε μια ευκαιρία να δείξει ο άλλος ποιος ήταν. Άμα δεν τον έβρισκε όμορφο, θελκτικό αμέσως του έκοβε τον αέρα γιατί έλεγε ότι θα ήταν άδικο να του δώσει ψεύτικες ελπίδες.
Τα χρόνια έχουν περάσει. Η Αλεξάνδρα σήμερα είναι 35 χρονών. Πέρα από τη σχέση που είχε στην Αθήνα και κάτι παρέες που έκανε όταν πρωτογύρισε στο νησί και δεν οδήγησαν πουθενά, δεν έχει ξανά έρθει σε οποιουδήποτε είδους επαφή (να ανταλλάξει τρεις κουβέντες ας πούμε) με άντρα, ούτε φιλική, ούτε σε παρέα, ούτε φυσικά σε σχέση. Σε συζητήσεις που κάνουμε λέει ότι θέλει να γνωρίσει κάποιον για γάμο, δεν έχει όρεξη να κάνει σχέση για να περάσει τον καιρό της. Επιθυμεί να μείνει παρθένα ως το γάμο της και πιστεύει ότι μόλις γνωρίσει τον κατάλληλο πρέπει σε τουλάχιστον έξι μήνες να έχουν παντρευτεί. Επαναλαμβάνω ότι παρέες με άντρες δεν κάνει, ούτε μια κουβέντα δεν ανταλλάζει με συναδέλφους, πέρα από τα τυπικά.
Συχνά με προβληματίζει η περίπτωση της. Αναρωτιέμαι γιατί άραγε να αποφεύγει τους άντρες; Ίσως έπαιξε ρόλο η κακή σχέση με τον πατέρα της; Πως θα κάνει σχέση αφού δεν έχει πάει ούτε για καφέ με ένα άντρα εδώ και 10 χρόνια; Μήπως ζει στον κόσμο της ή μπορεί αύριο να γνωρίσει τον πρίγκιπα που περιμένει και να ζήσει αυτή καλά κι εμείς καλύτερα;
Όπως και να ’χει πάντως τα χρόνια περνούν κι ελπίζω να γίνει κάτι με κάποιον, αν θα γίνει, σύντομα παρά αργά. Γιατί όπως και να το κάνουμε όσο περνούν τα χρόνια παγιώνονται οι συνήθειες μας, τα χούγια μας, βάζουμε δυσκολότερα νερό στο κρασί μας, συμβιβαζόμαστε με το στανιό. Κι αν δεν έχεις μάθει να συμβιώνεις με κάποιον, να μοιράζεσαι όσο περνά ο καιρός αυτό γίνεται όλο και δυσκολότερο.